- ξεχωνιάζω
- ξεχώνιασα, ξεχωνιάστηκα, ξεχωνιασμένος1. σκάβω βαθιά ακαλλιέργητο έδαφος.2. βγάζω κάτι που είναι θαμμένο στο χώμα.3. μτφ., φανερώνω κάτι που κρύβει κάποιος (αντίθ. καταχωνιάζω): Ξεχώνιασαν τις λίρες που είχαν κρυμμένες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.